ἀρίστευσε

ἀρίστευσε
ἀ̱ρίστευσε , ἀριστεύω
to be best
aor ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀριστεύω
to be best
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • τρισαριστεύς — έως, ὁ, Α αυτός που αρίστευσε τρεις φορές, που πήρε τρεις φορές το αριστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ἀριστεύς «άριστος, διακεκριμένος»] …   Dictionary of Greek

  • Άμποτ, Έντουιν — (Edwin Abbott, 1838 – 1926). Άγγλος θεολόγος, συγγραφέας και σαιξπηρολόγος. Μετά από σπουδές στο Κέιμπριτζ, όπου αρίστευσε, δίδαξε σε διάφορες σχολές (1862 89) και υπήρξε ιεροκήρυκας στο Κέιμπριτζ και την Οξφόρδη. Έργα του: Σαιξπηρική γραμματική… …   Dictionary of Greek

  • Αμφιδάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Βούσιρι της Αιγύπτου. Σκοτώθηκε, όπως και o πατέρας του, από τον Ηρακλή. 2. Ένας από τους Αργοναύτες. Καταγόταν από την Αρκαδία και ήταν γιος του Λυκούργου και της Κλεοφίλης, εγγονός του Αλεού. Από άλλους… …   Dictionary of Greek

  • Αρχεδίκη — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.).Κόρη του τυράννου της Αθήνας Ιππία, ο οποίος την έδωσε σύζυγο στον Αιαντίδη, γιο του τυράννου της Λαμψάκου Ιππόκλου, επειδή ήξερε πως οι Λαμψακηνοί είχαν επιρροή στον βασιλιά των Περσών και χρειαζόταν την… …   Dictionary of Greek

  • Φαληρέας, Βάσος — Γλύπτης, ακαδημαϊκός (Αθήνα 1905 – 1979). Αρίστευσε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1928) και συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Παρίσι (1930 35). Την ίδια περίοδο παρουσίασε έργα του σε διεθνείς εκθέσεις. Ίδρυσε με άλλους καλλιτέχνες την ομάδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”